- στόβων
- στόβοςabusemasc gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
στοβῶν — στοβάζω scold fut part act masc voc sg στοβάζω scold fut part act neut nom/voc/acc sg στοβάζω scold fut part act masc nom sg (attic epic ionic) στοβέω scold pres part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βωμός — Τράπεζα επάνω στην οποία τοποθετούνταν οι προσφορές ή γίνονταν θυσίες στις θεότητες. Η αρχή του β. ανάγεται στους προϊστορικούς χρόνους. Σε πολλά μέρη βρέθηκαν πέτρες που χρονολογούνται από την τελευταία φάση της νεολιθικής εποχής, με κοιλότητες… … Dictionary of Greek
κεραμία — Αρχαία πόλη της Μακεδονίας στην Παιονία, ΝΔ των Στόβων. * * * κεραμία, ἡ (Α) κεραμεία* … Dictionary of Greek